ἀγωνοδίκης

ἀγωνοδίκης
ἀγωνο-δίκης, ου, ,
A judge of the contest, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγωνοδίκης — ἀγωνοδίκης, ο (Α) κριτής αγώνων, ἀγωνάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγὼν + δίκη] …   Dictionary of Greek

  • αγωνοδίκης — ο ο κριτής του αγώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωνοδίκας — ἀγωνοδίκᾱς , ἀγωνοδίκης judge of the contest masc acc pl ἀγωνοδίκᾱς , ἀγωνοδίκης judge of the contest masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… …   Dictionary of Greek

  • αρχεδίκης — ἀρχεδίκης, ο (Α) ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ελλανοδίκης — ο μέλος της κριτικής επιτροπής οποιουδήποτε αγώνα, αγωνοδίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”